ΠΡΟΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ
Ατομική εκθεση
Αθήνα Δεκέμβριος 2000
Γκαλερί Νέες Μορφές
Πληροφορίες
Φωτογραφίες σε διαφάνειες, εγκαταστάσεις, video.
Με την τελευταία του δουλειά ο Τάκης Ζερδεβάς έρχεται αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα που αργά ή γρήγορα καλείται να διαχειριστή κάθε καλλιτέχνης ο οποίος απευθύνεται στην οπτική αντίληψη του θεατή: με την σχέση μιας εικόνας και της λεκτικής εκφοράς της αφήγησης που αναφέρεται σ’ αυτήν και μάλιστα και των ορίων υποκατάστασης της εικόνας από τον λόγο.
Φυσικά η επιλογή του ζητήματος δεν είναι παρθενογενετική, είναι μάλιστα αναμενόμενη, ακριβώς επειδή ο Ζερδεβάς στην μακρά πορεία του αισθητικού του προβληματισμού διαπραγματεύτηκε σκληρά το αναπαραστατικό βάρος του μέσου του, με άλλα λόγια τον κίνδυνο της ανά πάσαν στιγμήν διολίσθησης σε αφήγηση. Και αφού σε προηγούμενες ενότητες ασχολήθηκε με την αυτονομημένη εικόνα κατ’ αντιπαράθεση προς έναν παρατηρητή πότε φανερό και πότε κρυμμένο κάπου ανάμεσα στα επι μέρους δομικά στοιχεία των έργων, και αφού μετέτρεψε τον ίδιο τον παρατηρητή σε εικόνα επίσης αυτονομημένη σχεδιαστικά και μάλιστα έξω από τις γνωστές δύο διαστάσεις της παραδοσιακής φωτογραφίας, κατέληξε να διερωτάται, αν η πιθανή αφήγηση ενός απόντος πλέον παρατηρητή και ενός παρόντος θεατή μπορούν να έχουν μία κοινή συντακτική ραχοκοκκαλιά που να παρουσιάζει ισχυρές αμφιμονοσήμαντες αντιστοιχίες με την κεντρική δομή του εικαστικού έργου.
Αιτήματα αυτής της τάξης που απετέλεσαν αντικείμενο αιχμής τόσο στα σύγχρονα γλωσσολογικά μοντέλα, όσο και στις πρόσφατες νευροεπιστήμες, όταν καλούνται να αποκτήσουν κατασκευαστικό αντίκρυσμα, λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί ως εκ του αποτελέσματος μεγεθύνουν ή σμικρύνουν την σύγχυση που συχνά τεχνηέντως δημιουργείται περί τον ίδιο τον ορισμό του έργου τέχνης στην εποχή μας.
Ο Ζερδεβάς χρησιμοποιεί μικρές και σαφείς δομικές μονάδες που τις συμπαραθέτει έτσι, ώστε μέσα από μία φαινομενική επανάληψη να σχηματίζουν πότε με τις σκιές τους και πότε με την σχεδόν ανεπαίσθητη διαφοροποίηση εσωτερικών ποσοτήτων (διαφάνειας, τονικότητας, περιγράμματος κ.λπ.) έναν κεντρικό σχεδιαστικό σκελετό που αποτελεί το προφανές μέτρο αποστάσεων, βάθους και άρσης του δισδιάστατου περιορισμού. Στέκεται όμως αυτός ο σχεδιαστικός σκελετός εις αντικατάστασιν μιας πρωτογενούς συντακτικής δομής και με ποιόν τρόπο; Ο ίδιος ο Chomsky έχει πιά σκληρά αμφισβητηθεί, ενώ οι σύγχρονες νευ-ροεπιστήμες αποφαίνονται πως είναι νοητικές αναπαραστάσεις αυτές που μας προμηθεύουν με το προεννοιακό δίκτυο όλων των know-how και know-that που μας επιτρέπει να κατασκευάσουμε λεκτικά έννοιες, πόσο μάλλον να τις συνδέσουμε συντακτικά (δηλαδή να αναγνωρίσουμε αιτιατές σχέσεις μεταξύ τους).
Ο Ζερδεβάς δικαιούται να χρησιμοποιεί ως αφορμή τα μοτίβα της γλωσσικής σύνταξης, καταλήγει ωστόσο σε εικόνες δομικά αυτοτελείς που δεν έχουν καμιά ανάγκη υποστήριξης από πληροφοριακά δεδομένα. Εικόνες που γίνονται αφετηρία μιας συντεταγμένης αφήγησης, μα που με κανένα τρόπο δεν θέτουν την δυνατότητα αυτή ως κριτήριο της επιτυχημένης ή μη αισθητικής τους λειτουργίας. Και το πιο σημαντικό, υποδεικνύουν πως η δόμηση μιας οπτικής εικόνας είναι άλλης τάξης από εκείνην της λεκτικής εκφοράς, είναι δηλαδή σαφώς προεννοιακή και ελεύθερη από τις κανονιστικές νόρμες που επιβάλλει η ανάγκη συνεννόησης ως ύψιστη λειτουργική τελικότητα όλων των γλωσσικών συστημάτων.
Ρεγγίνα Αργυράκη
Καθηγήτρια Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών
Αθήναι, Δεκέμβριος 2000
PRE-LINGUISTIC EXPERIMENTATIONS
Athens December 2000
Nees Morfes Gallery
Description
Photography on transparency, installation, video
Images ≠ Words
Through his recent work Takis Zerdevas comes to confront a problem which every artist addressing strictly to the spectator’s visual perception is supposed to manage with sooner or later, i.e. with the relation between an image and an orally expressed narration concerning this very image or, furthermore, with the limits of substituting an image with words. Of course his choosing such a matter didn’t come out of the blue; on the contrary it was inevitably expected exactly because Zerdevas during the long itinerary in his aesthetic problems has treated the representational weight of his medium the hard way, dealing with the danger of slipping down into narration in any given chance. And after having kept busy in previous work-unities with autonomous images in collation to an observer occasionally obvious and occasionally hidden somewhere between the structurally partial elements of the works, and after having transformed this very observer into an also autonomous image by drawing him even out of the given two dimensions of the traditional photography, he ended wondering whether the possible narration of an already absent observer and the one of a present spectator, may have a common syntactic spinal column which brings forth strong be vocal congruities with the central structure of the artistic work.
Demands of this kind standing as crucial points in the current linguistic models as much as in the recent neuroscienses, when pregnant with a constructive pledge, they become especially significant because, according to the results, they may increase or decrease the opaque confusion that often on purpose is adroitly created around the very definition of the “work of art” in our da vs.
Zerdevas uses small and defined structural elements conjoined in a way that through an apparent repetition they shape, sometimes by their shadows and sometimes by almost imperceptible differentiations of inner proportions (i.e. transparency, tonality, circumscription et.c), a central drawing network which becomes the main modulus of distance, of depth and of transgressing the two dimensional limitations. But is this network able to stand as a substitute of a primary syntactic structure and in which way? Strong doughs have risen against Chomsky himself some time now, while the neuroscientists recently declare that mental representations are supplying us with the pre-conceptual net of all the “know-how”s and the “know-that”s allowing us to formate word-meanings and furthermore to joint them syntactically (in other words to recognize causal relations between them). Zerdevas has every right to use syntactic structure motifs as a creative excuse, yet he ends up in structurally autonomous images that have no need at all of any supportive information data. In images that can be posed as starting points for syntactically complete narrations, but which they do not in any way establish the above mentioned possibility as major criterion of their own successful or not successful aesthetic function. And – most importantly – in images that point out the structure of a visual perception as ol a different kind than the one of a linguistic formulation, i.e. as clearly pre-conceptual and liberated from the regulative norm1, imposed by the need for comprehending as the major functional finality of any language system at all.
Regina Argyraki
Athens. December -2000